ανεμούρι

ανεμούρι
το (Μ ἀνεμούριον)
ο ανεμοδείκτης
νεοελλ.
1. ο παιδικός χαρταετός
2. σημαδούρα δεμένη στην άκρη του διχτιού.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”